- μειζονάκις
- μειζονάκιςmultiplied by a larger numberindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειζονάκις — (Α) επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek